υπερφαίνω

υπερφαίνω
ΜΑ [φαίνω, φαίνομαι]
(ενεργ
και κυρίως το μέσ.) ὑπερφαίνομαι- είμαι, αναδεικνύομαι ανώτερος από άλλον («οὐχ ὑψηλὸς ἐκεῑνος ὅς, ἂν μὴ καταβάλῃ τοὺς πλησίον, οὐχ ὑπερφαίνεται», Θεμιστ.)
αρχ.
1. φανερώνομαι ή φαίνομαι πιο ψηλά ή πιο πάνω από κάτι (α. «καὶ ἐπειδὴ αὐτοῑς καλῶς εἶχεν, ὑπερεφάνησαν τοῡ λόφου», Θουκ.
β. «ὄρος δὲ τοῡτο ὑψηλὸν ὑπερφαίνεται τῆς Λέσβου», Φιλόστρ.)
2. φαίνομαι ψηλά στον ουρανό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπερφαίνω — ὑπερφαίνομαι appear pres subj act 1st sg ὑπερφαίνομαι appear pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρφασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπερφαίνω, ομαι] (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερηφανία, μεγαλορρημοσύνη» …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερφανής — ές, ΜΑ [ὑπερφαίνω, ομαι] ο ὑπερφαής* αρχ. αυτός που φαίνεται πιο ψηλά από τους άλλους, που τούς ξεπερνάει στο ύψος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”