- υπερφαίνω
- ΜΑ [φαίνω, φαίνομαι](ενεργκαι κυρίως το μέσ.) ὑπερφαίνομαι- είμαι, αναδεικνύομαι ανώτερος από άλλον («οὐχ ὑψηλὸς ἐκεῑνος ὅς, ἂν μὴ καταβάλῃ τοὺς πλησίον, οὐχ ὑπερφαίνεται», Θεμιστ.)αρχ.1. φανερώνομαι ή φαίνομαι πιο ψηλά ή πιο πάνω από κάτι (α. «καὶ ἐπειδὴ αὐτοῑς καλῶς εἶχεν, ὑπερεφάνησαν τοῡ λόφου», Θουκ.β. «ὄρος δὲ τοῡτο ὑψηλὸν ὑπερφαίνεται τῆς Λέσβου», Φιλόστρ.)2. φαίνομαι ψηλά στον ουρανό.
Dictionary of Greek. 2013.